δίκερας

δίκερας
το (Α δίκερας)
νεοελλ.
είδος ελασματοβράγχιων μαλακίων που έχει εκλείψει
αρχ.
1. διπλό κέρας
2. είδος ποτηριού με δύο κρουνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κέρας «κέρατο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • dicerate — dicerate, a. (ˈdaɪsərət) [f. Gr. δίκερας, δικερατ double horn.] ‘Having two horns’. Syd. Soc. Lex. 1883 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”